- ὑπεκλύειν
- ὑπεκλύωloosenpres inf act (attic epic)ὑπεκλύ̱ειν , ὑπεκλύωloosenpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκλύω — Α 1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.) 2. μέσ. ὑπεκλύομαι γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω,… … Dictionary of Greek